γεννητάτος

γεννητάτος
-η, -ο [γεννητός]
1. αυτός που υπάρχει από τη γέννηση κάποιου, ο εκ γενετής
2. το αρσ. ως ουσ. ο αυτόχθων, ο γηγενής
3. το ουδ. ως ουσ. το γεννησιμιό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεννητάτος — η, ο ο ντόπιος: Είναι Κερκυραίος γεννητάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”